- ελευθεροπρεπής
- ης, ες подобающий свободному человеку; достойный свободного человека; независимый, гордый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐλευθεροπρεπής — worthy of a freeman masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθεροπρεπής — ές (Α ἐλευθεροπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει σε ελεύθερο άνθρωπο … Dictionary of Greek
ἐλευθεροπρεπές — ἐλευθεροπρεπής worthy of a freeman masc/fem voc sg ἐλευθεροπρεπής worthy of a freeman neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεροπρεπῶς — ἐλευθεροπρεπής worthy of a freeman adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)